απογαλακτισμός

απογαλακτισμός
Η διακοπή της γαλουχίας στα βρέφη και γενικά στα θηλαστικά. Ο α. στα βρέφη αρχίζει όταν συμπληρώσουν τον τρίτο μήνα της ζωής τους και πραγματοποιείται με την αντικατάσταση ενός θηλασμού με ένα γεύμα γάλακτος. Βαθμιαία, τα γεύματα αυτά συμπληρώνονται και με άλλες θρεπτικές ουσίες που είναι απαραίτητες για την ικανοποιητική διατροφή του βρέφους. Το γάλα της λεχώνας είναι δυνατόν να κοπεί για λόγους υγείας με τη χρήση ειδικών ενέσεων. Α. ονομάζεται και η διακοπή της γαλουχίας του μικρού ζώου που συνοδεύεται από την παροχή σε αυτό στερεάς τροφής. Στα περισσότερα άγρια ζώα και σε ορισμένα είδη κατοικιδίων, ο α. συντελείται με φυσιολογικό τρόπο, δηλαδή με τη βαθμιαία ελάττωση του γάλακτος των μητέρων. Αν ο α. εφαρμοστεί από τον κτηνοτρόφο, θα πρέπει η διακοπή του να γίνει με προοδευτικό ρυθμό για να αποτραπεί το ενδεχόμενο τροφικών διαταραχών και να προσαρμοστεί βαθμιαία το μικρό ζώο στη χορήγηση φυσικής ή τεχνητής τροφής. Έτσι, για παράδειγμα, ο οριστικός α. στα χοιρίδια γίνεται σε ηλικία δύο μηνών, των μοσχαριών, που προορίζονται για επιβήτορες, από τον πέμπτο έως τον έκτο μήνα, των πουλαριών σε ηλικία έξι μηνών και των μικρών σκυλιών από τον δεύτερο έως τον τρίτο μήνα. Οι κτηνοτρόφοι διακόπτουν συνήθως τη γαλουχία ενός ζώου όταν η ηλικία του γίνει περίπου ίση με τη μισή διάρκεια της κύησης που αφορά το είδος στο οποίο ανήκει το ζώο αυτό.
* * *
ο (AM ἀπογαλακτισμός)
η διακοπή του θηλασμού του βρέφους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απογαλακτισμός — ο η βαθμιαία διακοπή του θηλασμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπογαλακτισμοῦ — ἀπογαλακτισμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογαλακτισμῷ — ἀπογαλακτισμός masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπογαλακτισμόν — ἀπογαλακτισμός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποθηλασμός — ο (Α ἀποθηλασμός) νεοελλ. απογαλακτισμός, διακοπή του θηλασμού αρχ. ο θηλασμός …   Dictionary of Greek

  • απόκομμα — το (AM ἀπόκομμα) [αποκόπτω] αυτό που έχει αποκοπεί από κάπου, τεμάχιο, κομμάτι νεοελλ. 1. τμήμα, κομμάτι που έχει αφαιρεθεί με σχίσιμο ή ψαλίδισμα από κάπου 2. το υπόλοιπο εισιτηρίου που επιστρέφεται στον κάτοχο μετά από τον έλεγχο 3. ο… …   Dictionary of Greek

  • κουνέλι — Κοινή ονομασία του είδους Οryctolagus cuniculus, μοναδικού αντιπροσώπου του γένους του, της οικογένειας των leporidae. Πρόκειται για λαγόμορφο θηλαστικό, το οποίο, σε άγρια κατάσταση, ζει μέσα σε υπόγειες, διακλαδιζόμενες φωλιές, με στοές που… …   Dictionary of Greek

  • κυναίλουρος ή τσιτάχ — Θηλαστικό της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Η επιστημονική ονομασία του είναι Αcinonyx jubatus. Ο κ. έχει στικτό δέρμα, όπως η λεοπάρδαλη, μικρό στρογγυλό κεφάλι και τριάντα δόντια. Το τρίχωμά του είναι γκρίζο, ενώ τα… …   Dictionary of Greek

  • γαλακτισμός — ο το τάισμα του παιδιού με γάλα, ο θηλασμός (αντίθ. απογαλακτισμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”